- φραζάρισμα
- το, Νμουσ. η διαδικασία ανάλυσης, αντίληψης και πραγμάτωσηςεκφοράς τών λέξεων, φράσεων και περιόδων τού μουσικού λόγου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαλς — (γαλλ. valse, γερμ. waltz). Χορός σε χρόνο τριών τετάρτων, που άνθησε τον 19o αι. Μακρινοί του πρόγονοι είναι οι γερμανικοί χοροί αλμάντ, λέντλερ κλπ., που ίσως ερμηνεύονταν με πιο ελεύθερο τρόπο. Ο όρος προέρχεται από το γερμανικό ρήμα walzen,… … Dictionary of Greek